θεμιτά

θεμιτά
θεμιτός
allowed by the laws of God and men
neut nom/voc/acc pl
θεμιτά̱ , θεμιτός
allowed by the laws of God and men
fem nom/voc/acc dual
θεμιτά̱ , θεμιτός
allowed by the laws of God and men
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θέμιτα — Θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμιτα — θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμίτ' — θεμιτά , θεμιτός allowed by the laws of God and men neut nom/voc/acc pl θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc/acc dual θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc sg (doric aeolic) θεμιτέ , θεμιτός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμιτάς — θεμιτά̱ς , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • καριερίστας — ο αυτός που επιδιώκει να ανέλθει επαγγελματικά με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, αριβίστας …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”